μεταπλάττων

μεταπλάττων
μεταπλάσσω
mould differently
pres part act masc nom sg (attic)
μεταπλάσσω
mould differently
pres part act masc nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԻՉ — ( ) NBH 2 0949 Chronological Sequence: Unknown date ա. μεταπλάττων transformator. Որ կերպարանափոխ առնէ. *Ջրայինք՝ զորա ո՛չ մաքուր վերաշնչութեան արժանացուցին փոխաստեղծիչն (վեհք ). Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”